- ἤθησις
- ἤθ-ησις, εως, ἡ,A riddling,
λίθων IG4.1485.124
(Epid.); prob. l. for ἤθισις, Arist.Pr.870b18.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λίθων IG4.1485.124
(Epid.); prob. l. for ἤθισις, Arist.Pr.870b18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ήθηση — η (Α ἤθησις) [ηθώ] η ενέργεια τού ηθώ, αποστράγγιση, διύλιση, στράγγισμα, σούρωμα αρχ. (για πέτρες) 1. καθάρισμα, τρίψιμο, λείανση («ἠθήσιος τῶν λίθων», επιγρ.) 2. κοσκίνισμα, καθαρισμός μεταλλεύματος … Dictionary of Greek
ήθισις — ἤθισις, ἡ (Α) (στον Αριστοτ.) πιθανόν εσφ. ανάγν. αντί τού ορθού τ. ήθησις* … Dictionary of Greek